Η Οδηγία IDD (Insurance Distribution Directive)

Χρηματοοικ.-Ασφαλιστικά-Τραπεζικά,⠀
Η Οδηγία IDD (Insurance Distribution Directive)
Το τελικό κείμενο της Οδηγίας σηματοδοτεί σημαντικές αλλαγές για την ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων διανομής ασφαλιστικών προϊόντων αφού :
θέτει αυστηρούς κανόνες για την προστασία των καταναλωτών
επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής των απαιτήσεων
επιδιώκει την αναβάθμιση του επαγγέλματος της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης καθορίζοντας υψηλά επαγγελματικά πρότυπα για τους επαγγελματίες του κλάδου.
Όπως και η Οδηγία IMD στο παρελθόν, έτσι και η IDD αποτελεί οδηγία «ελάχιστης εναρμόνισης» (minimum harmonization) , δίδοντας έτσι τη δυνατότητα στα κράτη – μέλη της Ε.Ε να θέσουν ακόμα υψηλότερες απαιτήσεις ποιότητας  – το γνωστό «gold plating» – εάν το κρίνουν σκόπιμο.
Η ανάλυση που ακολουθεί βασίζεται στο τελικό κείμενο της Οδηγίας , χωρίς όμως να συμπεριλαμβάνει πιθανές πρόσθετες απαιτήσεις που η τοπική εποπτεία ενδέχεται να προσθέσει κατά την προσαρμογή της IDD στο Εθνικό Δίκαιο.
H Οδηγία αφορά σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος ή επιθυμεί να εγκατασταθεί σε κράτος μέλος της Ε.Ε προκειμένου να αναλάβει και να ασκήσει τη διανομή ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων. Δεν εφαρμόζεται σε ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές που ασκούν τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων ως δευτερεύουσα δραστηριότητα μόνο όταν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Το ενισχυμένο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας περιλαμβάνει απ ευθείας πωλήσεις (direct sales) ιστοσελίδες σύγκρισης τιμών (PCW’s) καθώς και υπηρεσίες διαχείρισης ασφαλιστικών προϊόντων ( π.χ. υπηρεσίες διαχείρισης αποζημιώσεων).
Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι επαγγελματικές και οργανωτικές απαιτήσεις που θεσπίζει η Οδηγίας. Συγκεκριμένα , στο ομώνυμο άρθρο αναφέρεται η απαίτηση διασφάλισης από τα  κράτη – μέλη ότι οι διανομείς ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων και οι υπάλληλοι των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων, θα πρέπει να :
Κατέχουν επαρκείς γνώσεις και ικανότητες για την εκτέλεση των εργασιών τους και την άσκηση των καθηκόντων τους επαρκώς.
Συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις για συνεχή επαγγελματική κατάρτιση και εξέλιξη, προκειμένου να διατηρήσουν ικανοποιητικό επίπεδο απόδοσης, που αντιστοιχεί στον ρόλο που διαδραματίζουν και στη σχετική αγορά.
Συνεπώς τα κράτη μέλη θα πρέπει διαθέτουν και δημοσιοποιούν μηχανισμούς για τον αποτελεσματικό έλεγχο και την αξιολόγηση των γνώσεων και της επάρκειας των εν λόγω προσώπων, με βάση τουλάχιστον 15 ώρες επαγγελματικής κατάρτισης ή εξέλιξης κατ’ έτος, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των προϊόντων που πωλούνται, τον τύπο του διανομέα, τον ρόλο που ασκούν και τη δραστηριότητα που επιτελείται εντός του διανομέα ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων. Επίσης, μπορούν να απαιτούν να αποδεικνύεται η επιτυχής εκπλήρωση των απαιτήσεων κατάρτισης και εξέλιξης με την απόκτηση πιστοποιητικού. Τέλος, μπορούν να προσαρμόζουν τις απαιτήσεις για τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων που ασκούν ασφαλιστική διαμεσολάβηση ως δευτερεύουσα δραστηριότητα. Παράλληλα , οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να παρέχουν στους διαμεσολαβητές  τα μέσα κατάρτισης ή επαγγελματικής εξέλιξης τα οποία αντιστοιχούν στις απαιτήσεις τις σχετικές με τα προϊόντα που προτείνουν οι εν λόγω διαμεσολαβητές. Επίσης τα σχετικά πρόσωπα στη διοικητική δομή αυτών των επιχειρήσεων τα οποία είναι υπεύθυνα για τη διανομή όσον των ασφαλιστικών προϊόντων, καθώς και όλα τα άλλα πρόσωπα που συμμετέχουν άμεσα στη διανομή θα πρέπει  να έχουν αποδεδειγμένα τις γνώσεις και ικανότητες που απαιτούνται για την άσκηση της δραστηριότητάς τους.

Οι ελάχιστες απαιτήσεις για επαγγελματικές γνώσεις και ικανότητες , όπως αυτές ορίζονται από την Οδηγία έχουν ως ακολούθως :
Για το πλήρες άρθρο πατήστε τον σύνδεσμο πιο κάτω...
Share:
Διαβάστε Επίσης
Η Επανάσταση της Τεχνητής Νοημοσύνης στην Ασφαλιστική Βιομηχανία: Προοπτικές και Οφέλη

Η ασφαλιστική βιομηχανία, γνωστή για τη διαχρονική της αντίσταση στις αλλαγές