Δικαστική εξουσία: Σκιές για διαφθορά και στην Δικαιοσύνη

Νομοθεσία, Νομική & Δικηγόροι,⠀
Πηγή: Ο Φιλελεύθερος (25/02/2023)
Δικαστική εξουσία: Σκιές για διαφθορά και στην Δικαιοσύνη

Η δικαιοσύνη δεν πρέπει μόνο να είναι αλλά και να φαίνεται ότι είναι αμερόληπτη. Αυτό είναι το συμπέρασμα μεγάλης έρευνας του «Φιλελεύθερου» για το κατά πόσον η διαφθορά επεκτάθηκε και στη Δικαιοσύνη, αν υπάρχει ακεραιότητα και αμεροληψία στις αποφάσεις των δικαστηρίων και αν οι διορισμοί και οι προαγωγές δικαστών γίνονται με διαφανείς διαδικασίες.

Ουδείς αμφισβητεί ότι η Δικαιοσύνη έμεινε εκτός κρουσμάτων διαφθοράς, ωστόσο αρκετά συμβάντα έθεσαν εν αμφιβόλω διαδικασίες, υπήρξαν σκιές για διορισμούς και σύγκρουση συμφερόντων στην εκδίκαση υποθέσεων. Δεν μπορεί να ξεχαστεί η σύγκρουση που υπήρξε μεταξύ του τέως Γενικού Εισαγγελέα Κώστα Κληρίδη με τον πρώην πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Μύρωνα Νικολάτο, ότι σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, το Ανώτατο Δικαστήριο ενήργησε κατά τρόπο, λόγω των συνθέσεων του, που παραβιαζόταν η αρχή ότι η δικαιοσύνη δεν πρέπει απλώς να απονέμεται αλλά να φαίνεται ότι απονέμεται.

Εκθέτουν τις απόψεις τους στον «Φ» ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Αντώνης Λιάτσος, ο Γενικός Εισαγγελέας Γιώργος Σαββίδης, ο τέως Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης, ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Ιωνάς Νικολάου, ο πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου Χρίστος Κληρίδης, ο πρώην βουλευτής και έγκριτος νομικός Ανδρέας Αγγελίδης και ο πρόεδρος της Επιτροπής κατά της Διαφθοράς των Δικηγόρων Ορέστης Νικήτας. 

Ιδιαίτερα καυστικός εμφανίζεται ο τέως Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης, ο οποίος διετέλεσε και ο ίδιος δικαστής για 25 χρόνια, για το θέμα της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας των δικαστών καθώς και της σύγκρουσης συμφέροντος. Μιλά για ρήγματα στην εμπιστοσύνη των πολιτών έναντι δικαστικών λειτουργών και επισημαίνει τα κενά στους διορισμούς δικαστών και προαγωγών τους. Όπως τονίζει, δεν είναι διάφανη η διαδικασία αφού οι αρχαιότεροι δικαστές κρίνουν τους νεότερους. 


ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΟΛΑ ΤΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΓΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ


Σύμφωνα με τον κ. Κληρίδη, επειδή η διαφθορά παρουσιάζεται να έχει απλώσει τα πλοκάμια της σε όλους σχεδόν τους τομείς της δημόσιας ζωής, εγείρεται από πολλούς το ερώτημα κατά πόσο αυτή έχει κτυπήσει και την πόρτα της δικαστικής εξουσίας. Η απάντηση η οποία δίδεται από την ίδια τη δικαστική εξουσία στο ερώτημα τούτο, προσθέτει, μέσω των εκπροσώπων της όταν εγείρεται η ευκαιρία, είναι πάντοτε αρνητική. Συνοδεύεται δε από το επιχείρημα ή την αιτιολογία της απάντησης αυτής, σύμφωνα με την οποία διαχρονικά δεν παρατηρήθηκε η ύπαρξη οποιουδήποτε κρούσματος διάπραξης αδικήματος διαφθοράς από μέρους δικαστικού λειτουργού η οποία να συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων του. Παρόλο ότι η πιο πάνω διαπίστωση είναι βέβαια ορθή και καθησυχαστική, εν τούτοις θα πρέπει να επισημανθεί ότι το γεγονός τούτο δεν συνιστά από μόνο του αδιαμφισβήτητη απόδειξη του συμπεράσματος το οποίο μεταφέρει. 

Διάφορα προβλήματα, συνεχίζει ο τέως Γενικός Εισαγγελέας, έχουν κατά καιρούς εντοπισθεί και σε ένα ή άλλο βαθμό έχουν δημιουργήσει κάποια ρήγματα στο αίσθημα απόλυτης εμπιστοσύνης από το οποίο θα πρέπει να διακατέχονται οι πολίτες έναντι των λειτουργών της δικαιοσύνης. Τα πιο σημαντικά εφόδια τα οποία εκ προοιμίου πρέπει να κατέχει ένας δικαστής τόσο γενικά όσο και ειδικότερα σε κάθε μια υπόθεση ξεχωριστά την οποία καλείται να εκδικάσει, είναι η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία. Σε σχέση με τα δύο αυτά στοιχεία, υπεισέρχεται πάντα ο διαχωρισμός μεταξύ υποκειμενικής αμεροληψίας και αντικειμενικής αμεροληψίας.

Σύμφωνα με τα λόγια ενός μεγάλου δικαστού, κάθε φορά που καλείτο να ανέβει στην έδρα για να εκδικάσει μια υπόθεση, αισθανόταν ότι ήταν ο ίδιος που ήταν υπό κρίση και δοκιμασία. 

Και έτσι είναι που πρέπει να αισθάνεται κάθε δικαστής. Ο ίδιος μπορεί υποκειμενικά να αισθάνεται, και δικαιολογημένα ίσως, ότι είναι, ή ότι εξασκήθηκε να είναι, τόσο αντικειμενικός, ώστε να μπορεί δίκαια και αμερόληπτα να εκδικάσει μια υπόθεση που αφορά ακόμα και τον ίδιο, ή κάποιο συγγενή ή φίλο του. Όμως αυτό δεν είναι και δεν μπορεί να είναι το κριτήριο. Το κριτήριο είναι πάντοτε το ποια εντύπωση εύλογα μπορεί να δημιουργηθεί στο μυαλό ενός εμπλεκόμενου στην υπόθεση προσώπου αλλά και κάθε λογικού ανθρώπου. Αυτό δε το ζήτημα, θέτει πάντα στο προσκήνιο το θέμα της σύγκρουσης συμφέροντος. Το θέμα δε τούτο, πολλές φορές δυστυχώς απασχόλησε σε σχέση με τους δικαστικούς λειτουργούς και την απαιτούμενη αντικειμενική τους αμεροληψία.

Σύγκρουση συμφέροντος σε τέτοιες συνθήκες, σημειώνει ο κ. Κληρίδης, υφίσταται αφ’ ης στιγμής ένα πρόσωπο, εδώ ένας δικαστής, τίθεται σε τέτοια θέση κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ώστε να παρέχεται σ’ αυτόν η ευκαιρία, πραγματική ή ακόμα δυνητική, να χρησιμοποιήσει τη θέση του προς ίδιο όφελος ή συμφέρον, ή προς όφελος ή συμφέρον κάποιου με τον οποίο συνδέεται συγγενικά, ή οικονομικά, ή φιλικά. Μπορεί να μη χρησιμοποιήσει τη θέση του κατ’ αυτό τον τρόπο, πλην όμως εκείνο που έχει σημασία είναι να μην επιτρέψει ποτέ ο ίδιος στον εαυτό του, ή άλλοι να μην του επιτρέψουν με κατάλληλους περιορισμούς, να ευρεθεί σε μια τέτοια θέση. 


ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΟΛΑ ΤΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΓΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ


Δύο προβλήματα της δικαστικής λειτουργίας

Από την πείρα και τις εμπειρίες τις οποίες έχω αποκτήσει ως δικηγόρος πέραν των 10 χρόνων, ως δικαστικός λειτουργός για 25 χρόνια και ως Εισαγγελέας για άλλα 7, προβλήματα που συνδέονται με τα πιο πάνω θέματα είχαμε, και σε κάποιο βαθμό συνεχίζουμε να έχουμε αναφορικά με τους δικαστικούς λειτουργούς κάτω από δύο εκφάνσεις της δικαστικής λειτουργίας:

       ▪ Στο θέμα της εμφάνισης ενώπιον δικαστών, δικηγόρων οι οποίοι συνδέονται με συγγενικές σχέσεις με τους δικαστές.

       ▪ Στα θέματα διορισμών και προαγωγών δικαστών από τους ίδιους τους δικαστές οι οποίοι παρακάθονται ως το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο.

Ως το πρώτο θέμα, υπογραμμίζει, προεξάρχον ήταν διαχρονικά το ζήτημα της ρύθμισης του ποιοι δικαστές κωλύονται και δεν πρέπει να εκδικάζουν υποθέσεις στις οποίες εμφανίζονται εκπροσωπώντας διάδικους, δικηγόροι οι οποίοι συνδέονται με συγγενική σχέση με τους εκδικάζοντες δικαστές. Να σημειωθεί προς τούτο ότι μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’80, δεν υπήρχε κανένας θεσμοθετημένος περιορισμός με αποτέλεσμα να είχε το δικαίωμα ένας δικαστής να εκδικάζει υπόθεση στην οποία εμφανιζόταν για διάδικος, δικηγόρος ο οποίος ήταν υιός, αδελφός κ.λπ. του δικαστού. Αργότερα και κατόπιν ωριμότερων σκέψεων αλλά και διαμαρτυριών, απαγορεύτηκε η εκδίκαση υποθέσεων από δικαστές που συνδέονταν με τέτοιου βαθμού συγγένεια με εμφανιζόμενους δικηγόρους, αλλά συνέχισε να επιτρεπόταν η εμφάνιση άλλων δικηγόρων από το ίδιο γραφείο στο οποίο ανήκε ή στο οποίο εργαζόταν ο δικηγόρος που συνδεόταν με συγγένεια. Τελικά όμως, και το θέμα τούτο ρυθμίστηκε με διαδικαστικούς κανονισμούς κατόπιν αντιδράσεων και συστάσεων οργανισμών όπως η Ομάδα GRECO.

Ως προς το δεύτερο θέμα, συνεχίζει, η διαδικασία για πρώτους διορισμούς και για προαγωγές όλων των δικαστών των επαρχιακών και άλλων πρωτοβάθμιων δικαστηρίων ανήκει αποκλειστικά και τελεσίδικα στους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς που δεν είναι παρά οι αρχαιότεροι συνάδελφοι των υπό κρίση υποψηφίων. Δεν μπορεί να λεχθεί ότι αυτή ήταν ή είναι μια διάφανη διαδικασία ή ότι παρέχει τα απαραίτητα εχέγγυα αντικειμενικότητας. Η πιθανότητα δηλαδή επηρεασμού της κρίσης των κρινόντων από προσωπικές σχέσεις, προτιμήσεις και φιλίες με κρινόμενους, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Συνδυαζόμενη δε αυτή η αρνητική πτυχή με την ανυπαρξία οποιουδήποτε μέσου ελέγχου των αποφάσεων του Συμβουλίου που διορίζει ή προαγάγει, σε καμιά περίπτωση δεν χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά εχέγγυα αμεροληψίας και αντικειμενικότητας. Αναμένεται ότι με την πρόσφατα θεσπισθείσα νομοθεσία για τη μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης, η υφιστάμενη κατάσταση θα βελτιωθεί περαιτέρω.

Συμπερασματικά, καταλήγει, εκείνο το οποίο μπορεί να λεχθεί είναι ότι στα θέματα ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφέροντος και διαφθοράς που αναφέρονται στους λειτουργούς της δικαστικής εξουσίας, όση εμπιστοσύνη και αν αποδίδεται και πρέπει να αποδίδεται στους δικαστές, δεν μπορεί και δεν πρέπει τα πάντα ή έστω κάποιες από τις εκφάνσεις αυτών των θεμάτων, να επαφίενται στην υποκειμενική τους κρίση. 


ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΟΛΑ ΤΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΓΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ


Ανώτατο Δικαστήριο: Κανένα ίχνος διαφθοράς

Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Αντώνης Λιάτσος υπεραμύνεται των αλλαγών που έγιναν πρόσφατα τόσο όσον αφορά στον τρόπο διορισμού των δικαστών όσο και στον Οδηγό Δικαστικής Συμπεριφοράς που καθιερώθηκε από το 2019. Τονίζει ότι καμιά καταγγελία για διαφθορά δικαστή δεν έχει υποβληθεί μέχρι σήμερα και παραδέχεται ότι δεν υπάρχει έλεγχος πόθεν έσχες για τους δικαστές, κάτι που θα γίνει σύντομα.

Συστατικό στοιχείο μιας δημοκρατίας, όπως αναφέρει, είναι το κράτος δικαίου, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου συνιστά η ύπαρξη ανεξάρτητης και αποτελεσματικής δικαιοσύνης. Στα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη, προβάλλει ως θεμελιώδης αρχή η απονομή της δικαιοσύνης από αμερόληπτους και ανεξάρτητους, σε προσωπικό και θεσμικό επίπεδο, Δικαστές. Οι εγγυήσεις αυτές κατοχυρώνονται και θωρακίζονται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, τις αποκρυσταλλωμένες δεσμευτικές αρχές της νομολογίας μας και από τον Οδηγό Δικαστικής Συμπεριφοράς του 2019. 

Η ανεξαρτησία αλλά και η ποιότητα της Δικαστικής Εξουσίας διαφυλάσσονται, μεταξύ άλλων, και από τον τρόπο διορισμού των δικαστικών της λειτουργών. Έχοντας ως πρώτιστο στόχο το διορισμό των καταλληλότερων υποψηφίων, οι δικαστές των πρωτόδικων δικαστηρίων διορίζονται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, στη βάση καθορισμένης, αξιοκρατικής και διαφανούς διαδικασίας και ενδελεχών κριτηρίων που εξέδωσε και δημοσίευσε το Ανώτατο Δικαστήριο τον Ιούλιο του 2019. Η ανωτέρω διαδικασία εφαρμόζεται, κατ’ αναλογία, με τα ίδια όμως εχέγγυα και όσον αφορά το διορισμό των δικαστών του νεοσυσταθέντος Εφετείου. Οφείλω να επισημάνω, τονίζει ο κ. Λιάτσος, ότι με την πρόσφατη τροποποίηση του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου, το μεταβατικό Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (και από 1η Ιουλίου 2023 το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο), στο πλαίσιο της αποκλειστικής του αρμοδιότητας για διορισμό ή προαγωγή των δικαστών του Εφετείου και των δικαστών των πρωτοβάθμιων  δικαστηρίων, λειτουργεί, υπό νέα μορφή, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο, περαιτέρω, τη διαφάνεια της διαδικασίας. Αυτό διότι παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής στις συνεδρίες του, τού Γενικού Εισαγγελέα, του προέδρου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και δύο νομικών εγνωσμένου κύρους και ανώτατου επαγγελματικού επιπέδου. Επιπλέον, ζήτημα ιδιαίτερης σημασίας, αποτελεί το γεγονός ότι το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο θα λειτουργήσει την 1η Ιουλίου 2023, θα ενεργεί ως ακυρωτικό δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο κατά αποφάσεως του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Με αυτόν τον τρόπο παρέχεται πλέον η δυνατότητα ελέγχου των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου επί διορισμού, προαγωγής ή πειθαρχικού ελέγχου δικαστών. Περαιτέρω, με το διαχωρισμό του υφιστάμενου Ανωτάτου Δικαστηρίου σε Ανώτατο και Ανώτατο Συνταγματικό, επιτυγχάνεται ο αλληλοέλεγχος των λειτουργών των δύο ανώτατων δικαστικών οργάνων.

Οι δικαστές να είναι και να φαίνονται αμερόληπτοι

Οι δικαστές, παρατηρεί ο πρόεδρος του Ανωτάτου, σε ότι αφορά τις αποφάσεις τους και τη διαδικασία λήψης αυτών, πρέπει να είναι και να φαίνονται ότι είναι αμερόληπτοι, ήτοι απαλλαγμένοι από οποιεσδήποτε προκαταλήψεις, είτε στο υποκειμενικό, είτε στο αντικειμενικό σκέλος. Η δικαστική πρακτική ημερομηνίας 17.3.1988, όπως αυτή τροποποιήθηκε με μεταγενέστερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διαφυλάττει, μαζί με την πάγια νομολογία μας, το αμερόληπτο της δικαστικής διαδικασίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και, ακόμη, προς αποκλεισμό οποιασδήποτε πιθανότητας σύγκρουσης συμφερόντων ο δικαστής εξαιρείται όταν ενώπιον του εμφανίζεται δικηγόρος μέλος της οικογένειάς του, υπό την ευρύτητα που δόθηκε στον όρο «οικογένεια του δικαστή», αλλά και δικηγόροι οι οποίοι είναι εργοδότες ή εργοδοτούμενοι ή συνέταιροι ή δικηγόροι που εργάζονται κάτω από την ίδια επαγγελματική στέγη με τον δικηγόρο αυτό. Με την 4η τροποποίηση του Οδηγού Δικαστικής Συμπεριφοράς, η Δικαστική αυτή πρακτική, ενσωματώθηκε πλήρως στον Οδηγό και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του.


ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΟΛΑ ΤΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΓΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ


Ο Οδηγός Δικαστικής Συμπεριφοράς, υιοθετήθηκε το 2019 και αναθεωρήθηκε μέχρι σήμερα πέντε φορές για σκοπούς περαιτέρω βελτίωσης και εμπλουτισμού του. Περιέχει βασικές κατευθυντήριες αρχές δικαστικής συμπεριφοράς προς ενίσχυση της δικαστικής ακεραιότητας. Οι κατευθυντήριες γραμμές του Οδηγού είναι δεσμευτικές, αποτελούν την πεμπτουσία της δικαστικής συμπεριφοράς και παράβασή τους μπορεί να οδηγήσει σε πειθαρχική ευθύνη. Ο Οδηγός τυγχάνει συνεχούς επίβλεψης και αναθεώρησης από τη Μόνιμη Επιτροπή Παρακολούθησης Δεοντολογίας και Συμπεριφοράς. Επιπρόσθετα, συνεχίζει ο κ. Λιάτσος, το Ανώτατο Δικαστήριο, δεδομένης της νομολογίας ότι η έκδοση Κανονισμού, με τον οποίο ρυθμίζεται η υποβολή δήλωσης περιουσιακών στοιχείων από τους δικαστικούς λειτουργούς, στο πλαίσιο του πόθεν έσχες, εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα και δικαιοδοσία της Δικαστικής Εξουσίας, προχώρησε στη σύσταση Επιτροπής, η οποία υπέβαλε εισήγηση για ετοιμασία σχετικού Κανονισμού και η οποία έγινε αποδεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ο Κανονισμός βρίσκεται στο στάδιο της προετοιμασίας του και θα δημοσιευτεί στο προσεχές διάστημα.

Όλα τα πιο πάνω συνιστούν ένα ισχυρό πλέγμα κανόνων, προκειμένου η δικαιοσύνη να εκπληρώσει το αυτονόητο χρέος της για λογοδοσία προς τους πολίτες και την κοινωνία. Τούτο, παρά το γεγονός ότι το Δικαστικό Σώμα της Κύπρου απέδειξε, διαχρονικά, ότι έχει πλήρη συναίσθηση του βάρους του λειτουργήματός του. Τονίζω, προς επιβεβαίωση, ότι δεν παρουσιάστηκε κανένα ίχνος διαφθοράς, οποιασδήποτε μορφής, στην ιστορική διαδρομή της Κυπριακής Δικαιοσύνης. Αντιθέτως, η συμπεριφορά των λειτουργών της, ιδιωτική και δημόσια, χαρακτηρίζεται από ανώτερο ήθος, ευπρέπεια και εντιμότητα, καταλήγει ο πρόεδρος του Ανωτάτου.

Στο Β μέρος μιλούν ο Γενικός Εισαγγελέας Γιώργος Σαββίδης, ο πρόεδρος των δικηγόρων Χρίστος Κληρίδης και ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Ιωνάς Νικολάου.



Share:
Διαβάστε Επίσης